- γράπωμα
- το [γραπώνω]άρπαγμα, απότομη σύλληψη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γράπωμα — το η ξαφνική και βίαιη σύλληψη, το άρπαγμα: Μέσα στο σκοτάδι ένιωσα ένα γράπωμα στο πόδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδραξιά — και δραξιά, η [αδράχνω] 1. βίαιο πιάσιμο, άρπαγμα, γράπωμα 2. η ποσότητα που μπορεί να χωρέσει στη χούφτα, η χουφτιά … Dictionary of Greek
γραπωσιά — η [γραπώνω] το γράπωμα … Dictionary of Greek
δράξιμο — το (Μ δράξιμον) γράπωμα, αρπαγή … Dictionary of Greek
γάντζωμα — το 1. το κρέμασμα από γάντζο. 2. μτφ., το άρπαγμα, το γράπωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσάκωμα — το, ατος 1. σύλληψη, πιάσιμο, γράπωμα: Το τσάκωμα του κλέφτη έγινε απ τους διαβάτες. 2. μτφ., φιλονικία, καβγάς, μάλωμα: Όλο τσακώματα είναι μεταξύ τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)